δανειοδοτώ

δανειοδοτώ
δανειοδοτώ, δανειοδότησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιστοδοτώ — έω, Ν [πιστοδότης] δίνω, παρέχω πίστωση, δανειοδοτώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”